Μείωση του αφορολόγητου ορίου, περικοπή των δαπανών για συντάξεις και ομαδικές απολύσεις ζητά ομόφωνα το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ από την ελληνική κυβέρνηση, όπως ήταν αναμενόμενο και αναφέρεται στην ανακοίνωση, που εκδόθηκε μετά τη συνεδρίαση για την ελληνική οικονομία, όπου δεν λήφθηκε απόφαση για
τη συμμετοχή ή μη του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα - μνημόνιο, καθώς δεν ήταν στην ατζέντα το ζήτημα της χρηματοδότησης του.
τη συμμετοχή ή μη του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα - μνημόνιο, καθώς δεν ήταν στην ατζέντα το ζήτημα της χρηματοδότησης του.
Τα μέλη του ΔΣ του ΔΝΤ κάλεσαν τις ελληνικές αρχές «να προχωρήσουν σε επανεξισορρόπηση της δημοσιονομικής πολιτικής με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών για να υπάρξει χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη σε ευπαθείς ομάδες και για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές».
Επιπλέον, όλα τα μέλη του ΔΣ του Ταμείου «ενθάρρυναν τις αρχές» να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» και επισήμαναν ότι «δεν πρέπει να αναστραφούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αλλά να ενισχυθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες στις ομαδικές απολύσεις» και όχι μόνο.
Επιπλέον, «δεδομένων των σημαντικών κινδύνων για δυσμενέστερες εξελίξεις» τα μέλη του ΔΣ «προέτρεψαν τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση) να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για να εξασφαλιστεί η επιστροφή σε υψηλότερη, χωρίς αποκλεισμούς, ανάπτυξη και σε βιωσιμότητα του χρέους». Επικύρωσε τις προβλέψεις για ανάπτυξη από το 2016, η οποία «αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια» αλλά αυτό «εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος». Προβλέπουν πως η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει το πολύ στο 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ και αναφέρει ότι το δημόσιο χρέος έχει φτάσει 179% του ΑΕΠ και δεν είναι βιώσιμο.
Επίσης, τα μέλη «επαίνεσαν τις ελληνικές αρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή» που «υποστηρίζεται από σημαντικές μεταρρυθμίσεις», δηλαδή σκληρά αντιλαϊκά μέτρα και «αναγνώρισαν ότι αυτή η προσαρμογή έχει βαρύ τίμημα για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλε στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων», αν και ζητούνται επιπλέον μέτρα!
Ορισμένα μέλη θεώρησαν «ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν».
Για το κρατικό χρέος τα περισσότερα μέλη, σύμφωνα με την ανακοίνωση, θεώρησαν ότι, παρά τα μέτρα που υλοποιήθηκαν, μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους και ανέφεραν για την ανάγκη να γίνονται ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχώς πλεονάσματα και συνέδεσαν την ελάφρυνση του χρέους με την λήψη πρόσθετων μέτρων, λέγοντας ότι η ελάφρυνση του θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή των πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας.
Για τον τραπεζικό κλάδο τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) με αποφασιστικό ρυθμό καθώς και για την ενίσχυση του νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους. Σημείωσαν ακόμα ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων «είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών».