Ο οξυμένος ανταγωνισμός μεταξύ μονοπωλίων από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με στόχο τον έλεγχο ακόμη μεγαλύτερων κομματιών της αγοράς, οδήγησε τους επιθεωρητές της Αμερικανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΡΑ) την περασμένη βδομάδα στην αποκάλυψη της μεγάλης απάτης της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας «Φολκσβάγκεν» (VW),πρώτης στην Ευρώπη. Εκπρόσωπός της παραδέχτηκε την περασμένη Κυριακή ότι οι υποψίες περί χειραγώγησης των τιμών
καυσαερίων που διατύπωσε η ΕΡΑ, ευσταθούν. «Το παραδεχτήκαμε, οι υποψίες ευσταθούν και θα συνεργαστούμε με την υπηρεσία» δήλωσε.
Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, η VW κινδυνεύει με πρόστιμο που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 18 δισ. δολάρια. Ηδη η χρηματιστηριακή μετοχή της «Φολκσβάγκεν» πέφτει και επίσης η πιθανή μείωση της παραγωγής και των πωλήσεων από τη ζημιά στο όνομα της φίρμας το πιθανότερο είναι να καταλήξει στις πλάτες των εργαζομένων, με χιλιάδες απολύσεις. Η εταιρεία διαθέτει 119 εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, με περίπου 600.000 εργαζόμενους και δυνατότητα παραγωγής περίπου 41.000 αυτοκινήτων τη μέρα.
καυσαερίων που διατύπωσε η ΕΡΑ, ευσταθούν. «Το παραδεχτήκαμε, οι υποψίες ευσταθούν και θα συνεργαστούμε με την υπηρεσία» δήλωσε.
Ο γερμανικός κολοσσός χρησιμοποιούσε ένα ειδικό λογισμικό που στη διάρκεια των ελέγχων «πείραζε» τις εκπομπές καυσαερίων σε αυτοκίνητα με μηχανή ντίζελ και τις έδειχνε πολύ χαμηλότερες, κάτι που δεν ίσχυε όταν το αυτοκίνητο έβγαινε στο δρόμο. Εκεί η κατάσταση ήταν 40% - 50% πάνω από το επιτρεπτό όριο. Στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκονται τετρακύλινδροι κινητήρες αυτοκινήτων, που κυκλοφόρησαν από το 2009 μέχρι το 2015. Πρόκειται για τα μοντέλα «Jette», «Beetle» και «Golf» της VW και της «Audi» A3. Επίσης, το μοντέλο «Passat» που κυκλοφόρησε πέρυσι και φέτος. Στις ΗΠΑ κυκλοφορούν συνολικά 500.000 τέτοια αυτοκίνητα της εταιρείας και σε όλο τον κόσμο 11 εκατομμύρια. Συνολικά, η VW έχει εξαγοράσει τα τελευταία χρόνια τις εξής εταιρείες: «Audi», «SEAT», «SKODA», «Bentley», «Bugatti», «Lamborghini», «Porsche», «Ducati», «Scania» και «MAN».
Βεβαίως, το σκάνδαλο που πλέον αποκτάει τεράστιες διαστάσεις, δεν προκλήθηκε από τη δήθεν ευαισθησία για το περιβάλλον, αλλά γιατί είναι μια ευκαιρία να ξαναγίνει η μοιρασιά στο συγκεκριμένο πολύ κερδοφόρο κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, να χτυπηθεί το μερίδιο της γερμανικής εταιρείας. Επίσης, καταδεικνύει για άλλη μια φορά τη σαπίλα του καπιταλιστικού συστήματος και ότι πίσω από τη «βιτρίνα» που προβάλλουν διάφοροι μονοπωλιακοί όμιλοι περί «πράσινης» τεχνολογίας και ανάπτυξης, βρίσκεται ο αδυσώπητος ανταγωνισμός για το κέρδος.
Και φυσικά, η αποκάλυψη τέτοιων σκανδάλων είναι μέρος του σφοδρού ανταγωνισμού ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους. Αλλα τέτοια παραδείγματα είναι η περίπτωση της «Ζήμενς», που το 2008 βρέθηκε στο στόχαστρο των αμερικανικών δικαστηρίων και της επιβλήθηκε πρόστιμο 800.000.000 δολαρίων για διαφυγόντες φόρους και ύποπτες χρηματιστηριακές και άλλες συναλλαγές. Επίσης, υποχρεώθηκε να ενημερώνει το FBI και το υπουργείο Δικαιοσύνης για όλες τις συναλλαγές της. Πριν λίγα χρόνια, επίσης, είχε γίνει σάλος με τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη γερμανική κυβέρνηση, σε βάρος της καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ, της «Ζήμενς», άλλων γερμανικών εταιρειών. Ολη αυτή η διαδικασία είναι σύμφυτη με τη διαπάλη αστικών τάξεων και τμημάτων του κεφαλαίου.
Παραιτήσεις και διεθνείς διαστάσεις
Ο διευθυντής της «Φολκσβάγκεν», Μάρτιν Βίντερκορν, που ανέλαβε τις επίσημες ανακοινώσεις και τη δημόσια παραδοχή του σκανδάλου και τελικά παραιτήθηκε, εξασφαλίζοντας ένα γερό συνταξιοδοτικό πακέτο γύρω στα 30 εκατομμύρια ευρώ, αναμενόταν να παραδώσει στον ως τώρα επικεφαλής της «Porsche», Ματίας Μίλερ.
Το όλο σκάνδαλο, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε μεγάλη δυσφορία στη γερμανική κυβέρνηση και η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ ζήτησε από την εταιρεία «πλήρη διαφάνεια και γρήγορες εξηγήσεις». Ο υπουργός Μεταφορών, Αλεξάντερ Ντόμπριντ, πάντως, αρνήθηκε ότι η κυβέρνηση γνώριζε για το λογισμικό παραποίησης ρύπων σε ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα της «Φολκσβάγκεν», παρόλο που μόλις πριν από μερικούς μήνες παραδέχτηκε ότι γνώριζε την ύπαρξη μιας «γενικότερης διαφοράς» μεταξύ των τιμών που καταγράφονται στις δοκιμές και σε κανονικές συνθήκες οδήγησης! Ανακοίνωσε, ωστόσο, τη συγκρότηση επιτροπής, τα μέλη της οποίας - υπάλληλοι και επιστήμονες - θα μεταβούν τις προσεχείς μέρες στο Βόλφσμπουργκ, όπου βρίσκεται η έδρα της εταιρείας.
Βεβαίως, όταν μιλάμε για 11 εκατομμύρια οχήματα που κυκλοφορούν από το 2009 ως σήμερα, ουσιαστικά θα ξεκινήσει ένας κύκλος αποζημιώσεων, αποκαταστάσεων του προβλήματος αλλά και αγωγών, αφού ακόμα και μετά τη διόρθωση, η αγοραστική τιμή των αυτοκινήτων αυτών θα πέσει.
Στο «χορό» των αντιδράσεων μπήκαν γρήγορα και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία και Ν. Κορέα, που ζήτησαν άμεση έρευνα σε βάρος της εταιρείας.
Ειδικότερα, στη Γαλλία ο υπουργός Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, έκρινε «απαραίτητη» τη διεξαγωγή έρευνας για τις αυτοκινητοβιομηχανίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και το ιταλικό υπουργείο Μεταφορών και ανακοίνωσε πως θα ανοίξει έρευνα και θα ζητήσει εξηγήσεις από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και την Ομοσπονδιακή Αρχή Οδικής Κυκλοφορίας (KBA). Επιπλέον, ο Βρετανός υπουργός Μεταφορών, Πάτρικ Μακλάφλιν, σε ανακοίνωσή του, ζήτησε από την Κομισιόν να εξετάσει επειγόντως το θέμα, σημειώνοντας ότι «είναι ζωτικής σημασίας η κοινή γνώμη να εμπιστεύεται τους ελέγχους των εκπομπών ρύπων των οχημάτων».
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της ΕΕ έκρινε χτες ότι είναι πρόωρο να ληφθούν «μέτρα άμεσης επιτήρησης» στην Ευρώπη, ωστόσο η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Λουσιά Κοντέ, τόνισε ότι το θέμα αντιμετωπίζεται «πολύ σοβαρά»... «για το καλό των καταναλωτών και του περιβάλλοντός μας».
Από την πλευρά της, έχει ενδιαφέρον η «ανησυχία» ενός από τους βασικούς ανταγωνιστές της VW στις ΗΠΑ, της «Daimler». Η εταιρεία έσπευσε να εκφράσει τη βεβαιότητα ότι τηρεί τους νόμους, τόσο ως προς το γράμμα όσο και ως προς το πνεύμα και εξέφρασε «λύπη γι' αυτό που βιώνει η VW στις ΗΠΑ», όπως είπε ο επικεφαλής της, Ντίτερ Τσέτσε, ωστόσο πρόσθεσε: «Εχω μια πολύ γενική εικόνα για το θέμα και για το αν αυτό δεν αφορά και εμάς, αλλά είναι πολύ νωρίς για να αποφανθώ οριστικά».
Ανοίγει η συζήτηση για νέα πεδία δράσης των μονοπωλίων
Η VW είχε πλεονέκτημα στην τεχνολογία ντίζελ, που πλάσαρε ως μεγάλη καινοτομία και το οποίο θέλησε να αξιοποιήσει στις ΗΠΑ. Επίσης, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, ξεκίνησαν μια εκστρατεία μαζικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της χρήσης κινητήρων ντίζελ στα αυτοκίνητα.
Συμφωνά με κάποιες μελέτες, σήμερα γίνεται λόγος για περίπου 30% αυτοκινήτων στην ευρωπαϊκή αγορά που χρησιμοποιούν τέτοιους κινητήρες. Αυτό συνδυάστηκε και με ειδική μεταχείριση της «καθαρής ντιζελοκίνησης» σε σχέση με τα αυτοκίνητα με βενζίνη και μείωση των φόρων κατανάλωσης στις περισσότερες χώρες. Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η ντιζελοκίνηση στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, αλλά παρεμπίπτοντος λιγότερο στη Γερμανία και την Ολλανδία (κάτι ...θα ήξεραν μάλλον).
Μάλιστα, το λεγόμενο «πράσινο» ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρώπης έχει επικεντρωθεί στις εκπομπές CO2 και οι εκπομπές του ντίζελ είναι χαμηλές σε περιεκτικότητα CO2. Τα οξείδια του αζώτου (NOx) και τα σωματίδια αιθάλης υποβαθμίζονταν, μέχρις ότου να τεθούν σε ισχύ οι πιο αυστηρές προδιαγραφές από φέτος του λεγόμενου κανονισμού «Euro 6».
Στη Γαλλία, πάντως, σε μια περιβαλλοντική διάσκεψη του 2014, ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς παραδέχτηκε το πρόβλημα της αιθαλομίχλης και είπε ότι ήταν λάθος που η ντιζελοκίνηση είχε προνομιακή θέση. Τώρα, η γαλλική κυβέρνηση θέλει να κινηθεί προς την απαγόρευση του ντίζελ, κάτι που θα αναγκάσει την «Renault» και την «Peugeot» να πραγματοποιήσουν μια δύσκολη μετάβαση από τα 2/3 περίπου των οχημάτων που διαθέτουν στην Ευρώπη και είναι εξοπλισμένα με κινητήρες ντίζελ.
Ετσι, το σκάνδαλο με τις εκπομπές ρύπων της VW έχει πολύ ευρύτερες επιπτώσεις, με δεδομένη τη ζημιά που προκαλεί στην ίδια. Επίσης, θυμίζει κάπως την κούρσα των εταιρειών αναβολικών για τους αθλητές, που προσαρμόζουν την ντόπα, παίρνοντας υπόψιν την εξέλιξη της τεχνολογίας των μηχανισμών ελέγχου των ουσιών. Ετσι βρίσκονται ένα βήμα μπροστά, αλλά μπορούν να συμβούν και ...αποκαλύψεις ή σκάνδαλα, που αλλάζουν τα δεδομένα που ανοίγουν νέο κύκλο ...κλεφτοπολέμου.
Ετσι, ήδη, ανοίγει η συζήτηση με αφορμή το σκάνδαλο της VW και για τον προσανατολισμό σε άλλες κατευθύνσεις από τις αυτοκινητοβιομηχανίες και συγκεκριμένα προς τα υβριδικά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ζήτημα όμως που απαιτεί διάθεση πόρων σε έρευνα και τεχνολογία, ώστε να γίνουν πιο προσιτά στο ευρύτερο κοινό.
Για παράδειγμα, η Ιαπωνία, παραδοσιακή δύναμη στην αυτοκινητοβιομηχανία, μπαίνει πιο αποφασιστικά σε αυτό τον ανταγωνισμό. Ηδη από το 2013 διέθετε στο συνολικό στόλο των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων 21% υβριδικά και ηλεκτρικά οχήματα, αριθμός που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο αναλογικά από οποιαδήποτε χώρα. Στην Ευρώπη, η Νορβηγία και η Ολλανδία κατέγραφαν ποσοστά 12,8% και 11,3% αντίστοιχα, ενώ η Γερμανία είχε μόλις 1%.
Ολα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ανταγωνισμός σε αυτά τα πεδία αναμένεται να φουντώσει. Βεβαίως, όσο κουμάντο στην παραγωγή κάνει το κεφάλαιο και η όποια νέα τεχνολογία θα αξιοποιείται για την κερδοφορία του, παρά τα προσχήματα περί προστασίας του περιβάλλοντος και του καταναλωτή.